- ἰχνηλάτῃ
- ἰχνηλάτηςtrackermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ιχνηλασία — ἡ (Α ἰχνηλασία) [ιχνηλάτης] το έργο τού ιχνηλάτη, ανίχνευση, παρακολούθηση τών ιχνών, αναζήτηση … Dictionary of Greek